- παρανομητικός
- -ή, -όν, Αεπιρρεπής προς την παραβίαση τών νόμων, αυτός που παρουσιάζει την τάση να ενεργεί αντίθετα με τους νόμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρανομῶ + κατάλ. -ητικός (πρβλ. βοηθ-ητικός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρανομητικόν — παρανομητικός inclined to transgress masc acc sg παρανομητικός inclined to transgress neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)